δωματιάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωματιάρα οι δωματιάρες
      γενική της δωματιάρας
    αιτιατική τη δωματιάρα τις δωματιάρες
     κλητική δωματιάρα δωματιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δωματιάρα < δωμάτι(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δωματιάρα θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δωμάτιο