δωροδοκήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δωροδοκήσιμος < δωροδοκώ
Επίθετο
[επεξεργασία]δωροδοκήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να δωροδοκηθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δωροδοκήσιμος
|