δωροδοκούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δωροδοκούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δωροδοκώ

δωροδοκούμαι

  • εξαγοράζομαι με χρήματα ή με κάτι άλλο που επιθυμώ ώστε να ενεργήσω παράνομα, παράτυπα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]