δωρολήπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δωρολήπτης < ελληνιστική κοινή δωρολήπτης < αρχαία ελληνική δῶρον + λαμβάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δωρολήπτης αρσενικό (θηλυκό: δωρολήπτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που έχει δεχθεί δωροληψία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δωρολήπτρια
- δωροληπτώ
- δωροληψία
- → δείτε τις λέξεις δώρο και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωρολήπτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)