δόμησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δόμησις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δόμησις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δόμησις θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δομῶ



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δόμησῐς αἱ δομήσεις
      γενική τῆς δομήσεως τῶν δομήσεων
      δοτική τῇ δομήσει ταῖς δομήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δόμησῐν τὰς δομήσεις
     κλητική ! δόμησῐ δομήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δομήσει
γεν-δοτ τοῖν  δομησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δόμησις < δομάω / δομέω / δομόω, δομῶ, δομη- + -σις → δείτε και το αρχαίο δομή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δόμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]