εγερτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγερτήριος < εγείρω
Επίθετο
[επεξεργασία]εγερτήριος, -α, -ο
- αυτός που εγείρει, που ξυπνάει, που ξεσηκώνει
- εγερτήριος παιάνας
- εγερτήριο σάλπισμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγερτήριος
|