εγκαρδιώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εγκαρδιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκαρδιώνω
  2. θα εγκαρδιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκαρδιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εγκαρδιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγκαρδίωση