εγκαρτερώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκαρτερώ < αρχαία ελληνική ἐγκαρτερέω / ἐγκαρτερῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]εγκαρτερώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εγκαρτέρηση
- → δείτε τη λέξη καρτερώ