εγκλιματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκλιματισμός < εγκλιματίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκλιματισμός αρσενικό
- (βιολογία) η διαδικασία προσαρμογής ενός έμβιου οργανισμού σε ένα νέο περιβάλλον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκλιματισμός
|