εγκολλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκολλώ < ελληνιστική κοινή ἐγκολλάω / ἐγκολλῶ < αρχαία ελληνική ἐν + κολλάω / κολλῶ < κόλλα
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκολλώ
- κολλάω κάτι σταθερά με κάτι άλλο, τα προσαρμόζω μαζί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκολλάω - εγκολλώ | εγκολλούσα | θα εγκολλάω - εγκολλώ | να εγκολλάω - εγκολλώ | εγκολλώντας | |
β' ενικ. | εγκολλάς | εγκολλούσες | θα εγκολλάς | να εγκολλάς | εγκόλλα - εγκόλλαγε | |
γ' ενικ. | εγκολλάει - εγκολλά | εγκολλούσε | θα εγκολλάει - εγκολλά | να εγκολλάει - εγκολλά | ||
α' πληθ. | εγκολλάμε - εγκολλούμε | εγκολλούσαμε | θα εγκολλάμε - εγκολλούμε | να εγκολλάμε - εγκολλούμε | ||
β' πληθ. | εγκολλάτε | εγκολλούσατε | θα εγκολλάτε | να εγκολλάτε | εγκολλάτε | |
γ' πληθ. | εγκολλάν(ε) - εγκολλούν(ε) | εγκολλούσαν(ε) | θα εγκολλάν(ε) - εγκολλούν(ε) | να εγκολλάν(ε) - εγκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκόλλησα | θα εγκολλήσω | να εγκολλήσω | εγκολλήσει | ||
β' ενικ. | εγκόλλησες | θα εγκολλήσεις | να εγκολλήσεις | εγκόλλα - εγκόλλησε | ||
γ' ενικ. | εγκόλλησε | θα εγκολλήσει | να εγκολλήσει | |||
α' πληθ. | εγκολλήσαμε | θα εγκολλήσουμε | να εγκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | εγκολλήσατε | θα εγκολλήσετε | να εγκολλήσετε | εγκολλήστε | ||
γ' πληθ. | εγκόλλησαν εγκολλήσαν(ε) |
θα εγκολλήσουν(ε) | να εγκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκολλήσει | είχα εγκολλήσει | θα έχω εγκολλήσει | να έχω εγκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκολλήσει | είχες εγκολλήσει | θα έχεις εγκολλήσει | να έχεις εγκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκολλήσει | είχε εγκολλήσει | θα έχει εγκολλήσει | να έχει εγκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκολλήσει | είχαμε εγκολλήσει | θα έχουμε εγκολλήσει | να έχουμε εγκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκολλήσει | είχατε εγκολλήσει | θα έχετε εγκολλήσει | να έχετε εγκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκολλήσει | είχαν εγκολλήσει | θα έχουν εγκολλήσει | να έχουν εγκολλήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκολλώ
|