εγκρεμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εγκρεμός | οι | εγκρεμοί |
γενική | του | εγκρεμού | των | εγκρεμών |
αιτιατική | τον | εγκρεμό | τους | εγκρεμούς |
κλητική | εγκρεμέ | εγκρεμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκρεμός < μεσαιωνική ελληνική < εγκρεμνός < γκρεμνός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκρεμός αρσενικό
- (λαϊκό) ο γκρεμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκρεμός
→ δείτε τη λέξη γκρεμός |