εγκύπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγκύπτω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

εγκύπτω < αρχαία ελληνική ἐγκύπτω

εγκύπτω

  1. ασχολούμαι με κάτι με ιδιαίτερο ζήλο
    Η κυβέρνηση έχει εγκύψει στο πρόβλημα της ανεργίας.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]