εδάρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εδάρη > ἐδάρη, τρίτο ενικό πρόσωπο του ἐδάρην, αορίστου του δέρομαι, παθητικής φωνής του ρήματος δέρω (γδέρνω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εδάρη
- (αρχαιοπρεπές) μονοτονική γραφή της λέξης ἐδάρη: δάρθηκε → δείτε τη λέξη δέρνω