εδαφονόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εδαφονόμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εδαφονόμος αρσενικό
- (ιδιωματικό) (στον Ιόνιο Κώδικα) ενοικιαστής αγροτεμαχίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εδαφονόμος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.