εθιμοτυπικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθιμοτυπικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐθιμοτυπικῶς < ἐθιμοτυπικός (εθιμοτυπικός)
Επίρρημα
[επεξεργασία]εθιμοτυπικώς