εθνική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. εθνική, σύντομο αντί του εθνική ομάδα
  2. εθνική, σύντομο αντί του εθνική οδός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εθνική θηλυκό

  1. αθλητική ομάδα που εκπροσωπεί μία χώρα σε διεθνείς διοργανώσεις
  2. μεγάλη οδική αρτηρία που συνδέει μεταξύ τους μεγάλες πόλεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εθνική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]