εθνικιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνικιστής < εθνικ(ισμός) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nationalist ή από τη γαλλική nationaliste[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.θni.ciˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θνι‐κι‐στής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθνικιστής αρσενικό (θηλυκό εθνικίστρια)
- ο οπαδός του εθνικισμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνικιστής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εθνικιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)