εθνογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνογραφικός < εθνογράφος + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εθνογραφικός, -ή, -ό
- σχετικός με την επιστήμη της εθνογραφίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εθνογραφία, έθνος και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνογραφικός