εθνομεθοδολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνομεθοδολογικός < εθνομεθοδολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εθνομεθοδολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την εθνομεθοδολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνομεθοδολογικός
|