ειδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδή | ||
γενική | της | ειδής | ||
αιτιατική | την | ειδή | ||
κλητική | ειδή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ειδή < εἶδος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ειδή θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ειδή
|