ειδογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδογένεση | οι | ειδογενέσεις |
γενική | της | ειδογένεσης* | των | ειδογενέσεων |
αιτιατική | την | ειδογένεση | τις | ειδογενέσεις |
κλητική | ειδογένεση | ειδογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ειδογένεση θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ειδογένεση