ειδολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδολογία | οι | ειδολογίες |
γενική | της | ειδολογίας | των | ειδολογιών |
αιτιατική | την | ειδολογία | τις | ειδολογίες |
κλητική | ειδολογία | ειδολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ειδολογία < είδος + -ο- + -λογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική speciology)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ειδολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (βιολογία) επιστήμη που μελετά τα είδη των οργανισμών, την εξέλιξή τους κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ειδολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)