εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ | τα | εικοσιδυεξαενοϊκά οξέα |
γενική | του | εικοσιδυεξαενοϊκού οξέος | των | εικοσιδυεξαενοϊκών οξέων |
αιτιατική | το | εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ | τα | εικοσιδυεξαενοϊκά οξέα |
κλητική | εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ | εικοσιδυεξαενοϊκά οξέα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εικοσιδυεξαενοϊκό οξύ
- (βιοχημεία) ω-3 λιπαρό οξύ, DHA, κύριο και σημαντικότερο συστατικό ιχθυέλαιων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- docosahexaenoic acid στην αγγλική Βικιπαίδεια