εικοσιπενταετηρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικοσιπενταετηρίδα < ελληνιστική κοινή εἰκοσιπενταετηρίς < αρχαία ελληνική εἴκοσι + πέντε + ελληνιστική κοινή ἐτηρίς < αρχαία ελληνική ἔτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικοσιπενταετηρίδα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικοσιπενταετηρίδα
|