ειρηνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειρηνεύω < λείπει η ετυμολογία

ειρηνεύω

  1. κατευνάζω, ηρεμώ
  2. (ευφημισμός) πεθαίνω (για κληρικούς)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]