ειρηνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ειρηνεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ειρηνεύω
- κατευνάζω, ηρεμώ
- (ευφημισμός) πεθαίνω (για κληρικούς)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ειρηνεύω
|