ειρηνοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειρηνοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰρηνοποιός < εἰρήν(η) + -ο- + -ποιός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ɾi.no.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐ρη‐νο‐ποι‐ός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ειρηνοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που προσπαθεί να φέρει ειρήνη
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ειρηνοποιός | το | ειρηνοποιό | ||
γενική | του/της | ειρηνοποιού | του | ειρηνοποιού | ||
αιτιατική | τον/την | ειρηνοποιό | το | ειρηνοποιό | ||
κλητική | ειρηνοποιέ | ειρηνοποιό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ειρηνοποιοί | τα | ειρηνοποιά | ||
γενική | των | ειρηνοποιών | των | ειρηνοποιών | ||
αιτιατική | τους/τις | ειρηνοποιούς | τα | ειρηνοποιά | ||
κλητική | ειρηνοποιοί | ειρηνοποιά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ά. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ειρηνοποιός, -ός, -ό
- που (προσπαθεί να) φέρει την ειρήνη, να την αποκαταστήσει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειρηνοποιός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ειρηνοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ειδοποιός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)