εισβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εισβάλλω < αρχαία ελληνική εἰσβάλλω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈzva.lo/

εισβάλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]