εισιτηριοαποφυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εισιτηριοαποφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η αποφυγή έκδοσης εισιτηρίων από τους επιβάτες ΜΜΜ
- Σήμερα πολλά εκδοτήρια σταθμών της πρώην ΗΣΑΠ είτε υπολειτουργούν, είτε είναι εντελώς κλειστά, με αποτέλεσμα την τεράστια εισιτηριοδιαφυγή ή και εισιτηριοαποφυγή, και τούτο όχι με αποκλειστική ευθύνη των επιβατών. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εισιτηριοαποφυγή
|