εισρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἰσρέω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εισρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰσρέω < εἰς + ῥέω (εισ- + ρέω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /isˈɾe.o/ [1]
ΔΦΑ : /izˈɾe.o/

εισρέω, πρτ.: εισέρρεα, στ.μέλλ.: θα εισρεύσω, αόρ.: εισέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]