εισφοροαποφυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εισφοροαποφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η αποφυγή της καταβολής / πληρωμής εισφορών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εισφοροαποφυγή
|