ειωθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειωθός < αρχαία ελληνική εἰωθός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ειωθός ουδέτερο

  1. αυτό που συνήθως γίνεται, η συνήθεια
    κατά τα ειωθότα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]