εκαλιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκαλιώτικος < Εκαλιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kaˈʎo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κα‐λιώ‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]εκαλιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Εκάλη ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκαλιώτικος
|