εκβράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκβράζω, εκβραχίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκβράζω < αρχαία ελληνική ἐκβράζω < ἐκ + βράζω

εκβράζω (παθητική φωνή: εκβράζομαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]