εκδέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκδέρω < αρχαία ελληνική ἐκδέρω < ἐκ + δέρω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκδέρω
- (λόγιο) γδέρνω, βγάζω το δέρμα (σε σφαγή ζώων)
- (μεταφορικά)
- Αλλά διατί το ψύχος του Μαρτίου και ουχί μάλλον το του Δεκεμβρίου, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου εκδέρει ημάς, ουδείς δύναται να νοήση. (*)
- (μεταφορικά)
- (λόγιο) γρατσουνίζω, αφαιρώ τμήμα δέρματος - δημιουργώ επιφανειακό τραύμα (σε πληγές)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γδέρνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκδέρω
|