εκζήτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκζήτηση | οι | εκζητήσεις |
γενική | της | εκζήτησης* | των | εκζητήσεων |
αιτιατική | την | εκζήτηση | τις | εκζητήσεις |
κλητική | εκζήτηση | εκζητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκζητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκζήτηση < (ελληνιστική κοινή) ἐκζήτησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκζήτηση θηλυκό
- η αναζήτηση με επιμονή
- η αναζήτηση και η χρήση σπάνιων και επιτηδευμένων πραγμάτων, λέξεων, εκφράσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκζήτηση
|