εκθολούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ο αυξητικά (εκ)θολωμένος που θα θολώσει κι άλλο:
- αυτός που συνεχώς - σε σχέση με το πέρασμα του χρόνου - θολώνει όλο και περισσότερο
- αυτός που συνεχώς - σε σχέση με διάνυση απόστασης (πχ. κατάδυση από επιφάνεια) - θολώνει όλο και περισσότερο