εκθύμως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκθύμως < έκθυμος + -ως < ελληνιστική κοινή ἔκθυμος < ἐκ + αρχαία ελληνική θυμός
Επίρρημα
[επεξεργασία]εκθύμως
- (αρχαιοπρεπές) με έκθυμο τρόπο, με ιδιαίτερη προθυμία
- συνηγόρησεν εκθύμως υπέρ της διατηρήσεως του αξίου διερμηνέως του εν Πάτραις (Βίοι Παράλληλοι, Ν. Γούδα, 1872[1])
- εκθύμως ήγωνίζοντο και τώ πλήθει κατεπόνουν τους Μακεδόνας (Διόδωρος ο Σικελός)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκθύμως
|