εκκρεμοδικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκκρεμοδικία < εκκρεμής + -ο- + -δικία ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) litispendance)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκκρεμοδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) η κατάσταση μιας υπόθεσης που εκκρεμεί στο δικαστήριο μέχρι να εκδικαστεί
- Προβλέπεται καταβολή δόσης από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση χωρίς καθυστερήσεις εξαιτίας της εκκρεμοδικίας. (*)