εκλαμπρότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκλαμπρότατος < (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική illustrissimo
Επίθετο
[επεξεργασία]εκλαμπρότατος, -η, -ο
- (προσφώνηση) χρησιμοποιείται ως τιμητικός τίτλος για ανώτατους πολιτικούς άρχοντες και αρχιερείς, χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για οποιονδήποτε διάσημο άνθρωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλαμπρότατος
|