εκλαμπτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκλαμπτήρας αρσενικό
- μηχανισμός σε φάρο, από τον οποίο εκπέμπονται δέσμες φωτός σύντομων εκλάμψεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλαμπτήρας
|