εκλειπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκλειπτικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκλειπτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εκλειπτικός, -ή, -ό
- (αστρονομία) που έχει σχέση με την έκλειψη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (αστρονομία) που έχει σχέση με την εκλειπτική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) εκλειπτική: (αστρονομία) η νοητή γραμμή που διαγράφει ο ήλιος στον ουρανό, καθώς αλλάζει θέση κατά τη διάρκεια ενός έτους