εκλεπτύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκλεπτύνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκλεπτύνω < (ελληνιστική κοινήἐκλεπτύνω < αρχαία ελληνική λεπτύνω < λεπτός < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lep- (φλούδα, φλοιός)

εκλεπτύνω (παθητική φωνή: εκλεπτύνομαι)

  1. (λόγιο) κάνω κάτι πιο λεπτό
  2. (μεταφορικά) εξευγενίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]