εκλογικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκλογικεύω < εκ + λογική + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rationaliser)

εκλογικεύω (παθητική φωνή: εκλογικεύομαι)

  1. δικαιολογώ με βάση τη λογική
    προσπάθησα να εκλογικεύσω τα όσα είπα
  2. επαναφέρω σε λογική τάξη
    πρέπει να εκλογικεύσουμε το σύστημα ταξινόμησης γιατί είναι χαοτικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]