εκνευρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκνευρισμός < μεσαιωνική ελληνική ἐκνευρισμός < ἐκνευρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκνευρισμός αρσενικό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος, επειδή κάποιο εξωτερικό ερέθισμα τον έχει ενοχλήσει, έχει νεύρα, δεν είναι τελείως ήρεμος και ίσως όχι απόλυτα ψύχραιμος και αυτό εκδηλώνεται με απότομες κινήσεις ή λόγια ή με κάποια άλλη αλλαγή στη συμπεριφορά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκνευρισμός