εκπηγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκπηγάζω < εκ- + πηγάζω

εκπηγάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]