εκπληρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπληρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]εκπληρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκπληρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπληρωμένος
|