εκποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εκποιώ

εκποιούμαι

  • με ξεπουλάνε, με πουλάνε όσο-όσο σε εκποίηση (για εμπορεύματα) αλλά "ποιητική αδεία" και για έμψυχα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]