εκπορεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπορεύομαι < αρχαία ελληνική ἐκπορεύομαι < πορεύω < πόρος
Ρήμα
[επεξεργασία]εκπορεύομαι
- (λόγιο) προέρχομαι, απορρέω
- (θρησκεία) Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνεκάλεσαν τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο το έτος 381, στην οποία δογμάτισαν το όγδοο άρθρο του «Συμβόλου της Πίστεως», που αποτελεί την ολοκλήρωση του Τριαδικού Δόγματος: ότι δηλαδή το Πνεύμα είναι «ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ» και εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα: Μέχρι σήμερα, η Ορθόδοξη εκκλησία δέχεται την εκπόρευση μόνο από τον Πατέρα, ενώ κατά την Καθολική εκκλησία το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Η διαφορά αυτή είναι γνωστή ως filioque (λατ. «και εκ του Υιού»), και κατά την ορθόδοξη άποψη οι Ρωμαιοκαθολικοί υποβιβάζουν με τον τρόπο αυτό το Άγιον Πνεύμα. (Βικιπαίδεια, λήμμα: «Άγιο Πνεύμα»)