εκπτώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπτώσεις < πληθυντικός αριθμός του έκπτωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκπτώσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- η πώληση εμπορευμάτων σε μειωμένες τιμές σε ορισμένες χρονικές περιόδους που προβλέπονται από τον νόμο