εκπτώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκπτώσεις < πληθυντικός αριθμός του έκπτωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκπτώσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]