εκπωματιστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπωματιστήρας < εκπωματίζω + -τήρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκπωματιστήρας αρσενικό
- συσκευή με την οποία γίνεται η εκπωμάτιση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπωματιστήρας
|